επιτροχος

επιτροχος
    ἐπίτροχος
    ἐπί-τροχος
    2
    быстрый, торопливый
    

ἐπίτροχον λαλεῖν Luc. — быстро лепетать


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "επιτροχος" в других словарях:

  • επίτροχος — ἐπίτροχος, ον (AM) [τροχός] μσν. αυτός που γίνεται γρήγορα, στα πεταχτά («ἐπιτρόχῳ ἀνακεφαλαιώσει», Ευστ.) αρχ. 1. αυτός που τρέχει, που κλίνει εύκολα, ο ευκίνητος («ἐπιτροχώτερον ῥέψαι», Ιπποκρ.) 2. γρήγορος, γοργός 3. (για λόγο) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ἐπίτροχος — running easily masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτροχώτερον — ἐπίτροχος running easily masc acc comp sg ἐπίτροχος running easily neut nom/voc/acc comp sg ἐπίτροχος running easily adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρόχως — ἐπίτροχος running easily adverbial ἐπίτροχος running easily masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίτροχον — ἐπίτροχος running easily masc/fem acc sg ἐπίτροχος running easily neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρόχῳ — ἐπίτροχος running easily masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίτροχα — ἐπίτροχος running easily neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίτροχοι — ἐπίτροχος running easily masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτροχάζω — ἐπιτροχάζω (AM) [επίτροχος] μιλώ σύντομα και επιπόλαια, πραγματεύομαι με συντομία αρχ. καλπάζω ελαφρά …   Dictionary of Greek

  • επιτροχώ — ἐπιτροχῶ, άω (Α) [επίτροχος] επιτρέχω, επιτροχάζω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»